- ἐξορύξῃς
- ἐξορύσσωdig outaor subj act 2nd sgἐξορύ̱ξῃς , ἐξορύσσωdig outaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης, Υπαίθριο — Το πρώτο στην Eλλάδα, και από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, μουσείο λατομικής τέχνης δημιουργήθηκε από το 1994 έως το 1998 στον Διόνυσο Αττικής, σε μια έκταση 135 στρεμμάτων, στη θέση Αλούλα. Aποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία της… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Πτολεμαΐδα — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Εορδαίας, του νομού Κοζάνης. Είναι πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας και έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.). Η Π. είναι το μεγαλύτερο εμπορικό, αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο του νομού και μια… … Dictionary of Greek
αλατωρυχείο — Ορυχείο ορυκτού αλατιού, αλλά και γενικότερα τόπος όπου γίνεται εξαγωγή διαφόρων ορυκτών αλάτων που έχουν μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία. Τα κοιτάσματα του αλατιού είναι κάποτε υπόγεια γιατί το ορυκτό είναι ευδιάλυτο στο νερό. Στα ορυχεία… … Dictionary of Greek
ανθρακωρυχείο — Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek